- ανάπτης
- ἀνάπτης, ο (Α)αυτός που παροτρύνει για επανάσταση, ο ταραξίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπτω.ΣΥΝΘ. νεοελλ. κανδηλανάπτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνάπτῃς — ἀνάπτω make fast on pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάπτω — (Α ἀνάπτω) (Ν και ανάβω και ανάφτω και ανάβγω) για νεοελλ. σημασία βλ. ανάβω αρχ. 1. αναρτώ, κρεμώ 2. προσφέρω ως ανάθημα σε ναό, αναθέτω, αφιερώνω 3. δένω, προσδένω, συνδέω 4. αποδίδω, αναφέρω κάτι σε κάποιον, προσάπτω 5. βάζω φωτιά, ανάβω,… … Dictionary of Greek
φανανάπτης — ο, Ν αυτός που ανάβει φανούς, φανοκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) + ανάβω, κατά τα δραστικά ονόματα σε της (πρβλ. καντηλ ανάπτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἄστυ] … Dictionary of Greek